- χορδοποιΐα
- χορδο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen von Darmsaiten, die Kunst des Saitenmachers
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χορδοποιία — χορδοποιίᾱ , χορδοποιία maker of strings fem nom/voc/acc dual χορδοποιίᾱ , χορδοποιία maker of strings fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδοποιία — η, ΝΜΑ [χορδοποιός] η τέχνη και το επάγγελμα τού χορδοποιού νεοελλ. η βιομηχανία κατασκευής χορδών τών μουσικών οργάνων … Dictionary of Greek
χορδοποιϊκός — ή, όν, Α [χορδοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορδοποιία … Dictionary of Greek